χειμαρος

χειμαρος
    χείμαρος
    χείμᾰρος
    ὅ корабельная втулка (для спуска трюмной воды) Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χειμαρος" в других словарях:

  • χείμαρος — plug in a ship s bottom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείμαρος — ο, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. οπή στο κύτος λέμβου κατάλληλη για την εκροή νερού, όταν αυτή ανασύρεται από τη θάλασσα, κν. τρύπα τού νερού αρχ. πάσσαλος στερεωμένος στον πυθμένα πλοίου, τον οποίο αφαιρούσαν, όταν έβγαζαν το πλοίο στην ξηρά, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • χειμάρου — χείμαρος plug in a ship s bottom masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάρους — χείμαρος plug in a ship s bottom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάρῳ — χείμαρος plug in a ship s bottom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείμαρον — χείμαρος plug in a ship s bottom masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ĝhei-2 : ĝhi- —     ĝhei 2 : ĝhi     English meaning: winter; snow     Deutsche Übersetzung: “Winter, Schnee”     Note: after Specht Decl. 14, 330 f. older men stem, with already IE change of mn to m.     Material: A. ĝhei men , *ĝheimn : The r extension is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»